κακκώ

κακκώ
κακκῶ, -άω (Α)
αφοδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας που απαντά με παρόμοια μορφή και σε άλλες ΙΕ γλώσσες (πρβλ. λατ. cacāre «αφοδεύω», ιρλ. caccaim «αφοδεύω» και cacc «περίττωμα», αρμ. k'akor «κοπριά», ρωσ. kakať «αφοδεύω»). Βλ. και κακός.
ΠΑΡ. αρχ. κάκκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάκκη — κάκκη, ἡ (Α) τα περιττώματα τού ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκῶ, υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”