- κακκώ
- κακκῶ, -άω (Α)αφοδεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας που απαντά με παρόμοια μορφή και σε άλλες ΙΕ γλώσσες (πρβλ. λατ. cacāre «αφοδεύω», ιρλ. caccaim «αφοδεύω» και cacc «περίττωμα», αρμ. k'akor «κοπριά», ρωσ. kakať «αφοδεύω»). Βλ. και κακός.ΠΑΡ. αρχ. κάκκη].
Dictionary of Greek. 2013.